- στέναγμα
- στέναγμα, το και στεναγμός, οηχηρή εκπνοή λόγω λύπης ή ανακούφισης: Έβγαλε ένα βαθύ στεναγμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στέναγμα — sigh neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέναγμα — το, ΝΑ [στενάζω] στεναγμός … Dictionary of Greek
στεναγμάτων — στέναγμα sigh neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάγμασι — στέναγμα sigh neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάγμασιν — στέναγμα sigh neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάγματα — στέναγμα sigh neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάγματι — στέναγμα sigh neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενάγματος — στέναγμα sigh neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεναγματώδης — ῶδες, Α [στέναγμα, άγματος] 1. όμοιος με στεναγμό 2. αυτός που ακολουθείται από στεναγμό … Dictionary of Greek
ՀԱՌԱՉ — (չք.) NBH 2 0049 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 13c գ. στέναγμα, στεναγμός suspirium, gemitus. Արմատ Հառաչելոյ, որպէս Հառաչանք. հառաչումն. իսկ արմատ իւր է Հաչ. հաչիւն. որ եւ Հեծ. հեծութիւն: *Մեծ համարիս զհառաչ հոգւոյ. Նար. ՟Ի: *Ի խորս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)